ἐνεδυσάμην

ἐνεδυσάμην
ἐνεδῡσάμην , ἐνδύω
go into
aor ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • μαχλάμι — και μαχλάμιν και μαχλάδιν, τὸ (Μ) είδος πολυτελούς ανδρικού ενδύματος («ἐνεδυσάμην παντελῶς στενώτατον μαχλάμι», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αραβικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”